- εκατογ-
- ἑκατογ-ἑκᾰτογ-в сложн. словах (перед γ, κ, χ) = ἑκατόν См. εκατον
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιερακοκέφαλος — ὁ (επίθ. τού αιγυπτ. θεού Ώρου) αυτός που έχει κεφάλι γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. εκατογ κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
καρκινόχειρες — καρκινόχειρες, οἱ (Α) άνθρωποι που κατά μυθολογική αντίληψη είχαν χηλές, δηλ. δαγκάνες, καβουριών αντί για χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + χειρες (< χείρ), πρβλ. εκατόγ χειρες] … Dictionary of Greek
κυνοκέφαλος — I (Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34 42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο… … Dictionary of Greek
λαθρόχειρ — ο, η επιτήδειος κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + χείρ (πρβλ. αυτό χειρ, εκατόγ χειρ). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. escamoteur, και μαρτυρείται από το 1853 στον Κωνστ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
πολύχειρ — ο, η, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά χέρια, πολύχειρος αρχ. αυτός που έχει πολυάριθμο σώμα στρατιωτών («πολύχειρ δύναμις», Ηράκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. εκατόγ χειρ] … Dictionary of Greek
τετράχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τέσσερα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χειρ (< χείρ, ἡ «χέρι»), πρβλ. ἑκατόγ χειρ] … Dictionary of Greek
k̂er-, k̂erǝ- : k̂rā-, k̂erei-, k̂ereu- — k̂er , k̂erǝ : k̂rā , k̂erei , k̂ereu English meaning: head; horn Deutsche Übersetzung: “das Oberste am Кörper: Kopf; Horn (and gehörnte Tiere); Gipfel” Material: O.Ind. síras n. (ved. only nom. acc.) “head, cusp, peak”, Av. sarah … Proto-Indo-European etymological dictionary